- ξαπολώ
- -άω και ξαπολνώεξαπολύω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξ-απολῶ, με σίγηση τού αρκτ. φωνήεντος (βλ. και επιτ. ξ[ε]-)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εξαπολύω — και αξαπολυώ και ξαπολυώ (Μ ἐξαπολύω και [ἐ]ξαπολῶ και ἀξαπολῶ) δίνω άφεση, παρέχω ελευθερία νεοελλ. απευθύνω κάτι κακό (κυρ. βρισιές, λίβελλο κ.λπ.) εναντίον κάποιου («εξαπέλυσε λίβελλο εναντίον του») νεοελλ. μσν. 1. αφήνω ελεύθερο, ελευθερώνω… … Dictionary of Greek